grec » allemand

σας [sas] PRON

1. σας (μιλώντας σε ένα άτομο μόνο):

δε σας βλέπω
σας το έδωσα

2. σας (μιλώντας σε περισσότερους):

δε σας βλέπω
σας το έδωσα

συνημμένα σας στέλνουμε τα έγγραφα που μας ζητήσατε

Entrée d'utilisateur

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский