grec » allemand

Traductions de „έλλειψη“ dans le dictionnaire grec » allemand (Aller à allemand » grec)

έλλειψ|η <-εις> [ˈɛlipsi] SUBST f

1. έλλειψη (ατέλεια, ελάττωμα, ανυπαρξία):

έλλειψη
Mangel m
mangels +gén
έχει έλλειψη χρημάτων
έχει έλλειψη χρημάτων
έλλειψη τροφίμων
έλλειψη χρημάτων
έλλειψη βιταμινών
έλλειψη ιωδίου
έλλειψη φολικού οξέος
έλλειψη χώρου

2. έλλειψη:

έλλειψη GÉOM, LING

Expressions couramment utilisées avec έλλειψη

έλλειψη f προφίλ fig
έλλειψη f ύφους
έλλειψη f πειθαρχίας
έλλειψη f βιταμινών
έλλειψη f ύπνου
έλλειψη f κατανόησης
έλλειψη f κεφαλαίων
έλλειψη f χώρου
έλλειψη f θάρρους
έλλειψη f κριτικής
έλλειψη f πωλήσεων
έλλειψη f αρχών
έλλειψη f προσωπικού
έλλειψη f συμπόνιας
έλλειψη f ιωδίου
έλλειψη f φαντασίας

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский