grec » allemand

θάλασσα [ˈθalasa] SUBST f

θάλασσα
Meer nt
στη θάλασσα (με πλοίο)
αύριο θα πάμε στη θάλασσα
ανοιχτή θάλασσα
βγαίνω στη θάλασσα (με πλοίο)
έχει θάλασσα
με πιάνει η θάλασσα
πέφτω στη θάλασσα (από πλοίο)
τα κάνω θάλασσα
Μεσόγειος θάλασσα
Αδριατική θάλασσα
Adria f
Αραβική (θάλασσα)
η Άσπρη θάλασσα
η Άσπρη θάλασσα
Βαλτική θάλασσα
Ostsee f
Βερίγγειος θάλασσα
Βόρεια θάλασσα
θάλασσα Γουέντελ
θάλασσα Γροιλανδίας
η Ερυθρά θάλασσα
Ιαπωνική θάλασσα
Ιρλανδική θάλασσα
Καραϊβική θάλασσα
Καραϊβική θάλασσα
Κασπία θάλασσα
Μαύρη θάλασσα
Νεκρά θάλασσα
Totes Meer nt
Νορβηγική θάλασσα
Νότια Σινική θάλασσα
Τυρρηνική θάλασσα

Κασπία Θάλασσα [kasˈpia ˈθalasa] SUBST f

Αδριατική (Θάλασσα) [aðriatiˈci (ˈθalasa)] SUBST f

Expressions couramment utilisées avec θάλασσα

στη θάλασσα (με πλοίο)
έχει θάλασσα
Καραϊβική θάλασσα
ανοιχτή θάλασσα
Βόρεια θάλασσα
Ιαπωνική θάλασσα
μανιώδης θάλασσα
Μεσόγειος θάλασσα
Αδριατική θάλασσα
Αραβική (θάλασσα)
Βαλτική θάλασσα
Βερίγγειος θάλασσα
θάλασσα Γουέντελ
θάλασσα Γροιλανδίας
Ιρλανδική θάλασσα
Κασπία θάλασσα
Μαύρη θάλασσα
Νεκρά θάλασσα

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский