grec » allemand

Traductions de „αιματοδότρια“ dans le dictionnaire grec » allemand

(Aller à allemand » grec)

αιματουρία [ɛmatuˈria] SUBST f

αιματολογία [ɛmatɔlɔˈjia] SUBST f

αιματοποίησ|η <-εις> [ɛmatɔˈpiisi] SUBST f

αιματοχυσία [ɛmatɔçiˈsia] SUBST f

αιματώ|νομαι <-θηκα> [ɛmaˈtɔnɔmɛ] VERB pron (περιοχή του σώματος)

αιματοκάθαρσ|η <-εις> [ɛmatɔˈkaθarsi] SUBST f MÉD

αιματοκύλισμα [ɛmatɔˈcilizma] SUBST nt

αιματολογικ|ός <-ή, -ό> [ɛmatɔlɔjiˈkɔs] ADJ

αιματοπορφυρίνη [ɛmatɔpɔrfiˈrini] SUBST f

αιματοκήλη [ɛmatɔˈcili] SUBST f

αιματοκρίτης [ɛmatɔˈkritis] SUBST m MÉD

αιματοκυλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛmatɔciˈlizɔ] VERB trans

1. αιματοκυλίζω (κατασφάζω):

2. αιματοκυλίζω (οδηγώ σε αιματοχυσία: λαό):

αιματολόγος [ɛmatɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

αιματοξυλίνη [ɛmatɔksiˈlini] SUBST f

αιματογόν|ος <-ος, -ο> [ɛmatɔˈɣɔnɔs] ADJ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST m, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST f

αιματίτης [ɛmaˈtitis] SUBST m GÉOL

αιματηρ|ός <-ή, -ό> [ɛmatiˈrɔs] ADJ

αιματώδ|ης <-ης, -ες> [ɛmaˈtɔðis] ADJ

1. αιματώδης:

2. αιματώδης (κόκκινος):

αιματαποθήκη [ɛmatapɔˈθici] SUBST f

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский