grec » allemand

επιτηρητής (επιτηρήτρια) [ɛpitiriˈtis, ɛpitiˈritria] SUBST m/f (f)

επιτηρητής (επιτηρήτρια)
Aufseher(in) m (f)

επιτηδειότητα [ɛpitiðiˈɔtita] SUBST f

1. επιτηδειότητα (επιδεξιότητα):

2. επιτηδειότητα (καταλληλότητα):

ανεπιτήρητ|ος <-η, -ο> [anɛpiˈtiritɔs] ADJ

I . επιτηδεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛpitiˈðɛvɔmɛ] VERB pron (έχω ιδέα από κάτι)

II . επιτηδεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛpitiˈðɛvɔmɛ] VERB dépon trans (προσποιούμαι)

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский