grec » allemand

εποχή [ɛpɔˈçi] SUBST f

1. εποχή (της ιστορίας):

εποχή
εποχή
Epoche f
εποχή
Zeit f
στην εποχή μας (τώρα)
στην εποχή μας (τότε)
αφήνω εποχή
ατομική εποχή
γεωλογική εποχή
λίθινη εποχή
στη λίθινη εποχή
νεολιθική εποχή

3. εποχή (μια από τις τέσσερις):

εποχή

Ολόκαινος Εποχή [ɔˈlɔcɛnɔs ɛpɔˈçi] SUBST f

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский