grec » allemand

παρακατα|θέτω <-θεσα, -τέθηκα, -θεμένος [ή -τεθειμένος] > [parakataˈθɛtɔ] VERB trans

παρακατάθεσ|η <-εις> [parakaˈtaθɛsi] SUBST f

παρακαταθήκ|η [parakataˈθici] SUBST f

1. παρακαταθήκη (το κατατιθέμενο σε κάποιον):

2. παρακαταθήκη (απόθεμα):

3. παρακαταθήκη (εμπορευμάτων):

Vorrat m

4. παρακαταθήκη (χρήματα):

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский