grec » allemand

προγραμματισμός [prɔɣramatizˈmɔs] SUBST m

1. προγραμματισμός (γενικά):

προγραμματισμός
προγραμματισμός των εξόδων
προγραμματισμός εργασίας
οικογενειακός προγραμματισμός
οικονομικός προγραμματισμός
προγραμματισμός των πωλήσεων

2. προγραμματισμός INFOR:

προγραμματισμός

προγραμματισμός SUBST

Entrée d'utilisateur
μαθηματικός προγραμματισμός m

Expressions couramment utilisées avec προγραμματισμός

προγραμματισμός m διεξαγωγής
αντικειμενοστραφής προγραμματισμός
δημοσιονομικός προγραμματισμός
προγραμματισμός εργασίας
οικογενειακός προγραμματισμός
οικονομικός προγραμματισμός
προγραμματισμός των πωλήσεων
προγραμματισμός των εξόδων

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский