grec » allemand

συμπατριώτης (συμπατριώτισσα) [simbatriˈɔtis, simbatriˈɔtisa] SUBST m/f (f)

συμπατριώτης (συμπατριώτισσα)

πατριωτισμός [patriɔtizˈmɔs] SUBST m

πατριωτικ|ός <-ή, -ό> [patriɔtiˈkɔs] ADJ

1. πατριωτικός (αναφερόμενος στον πατριωτισμό):

2. πατριωτικός (της πατρίδας):

Vaterlands-

συμπαράστασ|η <-εις> [simbaˈrastasi] SUBST f

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский