grec » allemand

παραγωγός [paraɣɔˈɣɔs] SUBST mf

1. παραγωγός ÉCON:

παραγωγός
Hersteller(in) m (f)
παραγωγός
Produzent(in) m (f)
παραγωγός εργαλείων
παραγωγός λαδιού
Ölproduzent(in) m (f)
παραγωγός παιχνιδιών
παραγωγός φαρμάκων

2. παραγωγός CINÉ:

παραγωγός
Produzent(in) m (f)

παράγωγ|ος <-η, -ο> [paˈraɣɔɣɔs] ADJ

Expressions couramment utilisées avec παραγωγός

παραγωγός m αποβλήτων
παραγωγός παιχνιδιών
παραγωγός φαρμάκων
παραγωγός λαδιού
παραγωγός εργαλείων

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский