grec » allemand

ανεκτ|ός <-ή, -ό> [anɛkˈtɔs] ADJ

1. ανεκτός (υποφερτός):

2. ανεκτός (καλούτσικος):

3. ανεκτός (επιτρεπτός):

ανεκτικ|ός <-ή, -ό> [anɛktiˈkɔs] ADJ

ανεκτίμητ|ος <-η, -ο> [anɛkˈtimitɔs] ADJ

ανεκτέλεστ|ος <-η, -ο> [anɛkˈtɛlɛstɔs] ADJ

1. ανεκτέλεστος (διαταγή, σχέδιο):

2. ανεκτέλεστος (που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί):

3. ανεκτέλεστος (μουσική):

ανεκτικότητα [anɛktiˈkɔtita] SUBST f

επανεκτιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpanɛktiˈmɔ] VERB trans

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский