grec » allemand

βολικ|ός <-ή, -ό> [vɔliˈkɔs] ADJ

1. βολικός (σπίτι):

βολικός

2. βολικός (κάθισμα):

βολικός

3. βολικός (εργαλείο):

βολικός

4. βολικός (δουλειά):

βολικός

5. βολικός (άνθρωπος):

βολικός

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский