grec » allemand

Traductions de „επαγγελματίας“ dans le dictionnaire grec » allemand (Aller à allemand » grec)

επαγγελματίας [ɛpaɲɟɛlmaˈtias] SUBST mf

1. επαγγελματίας (που έχει δική του επιχείρηση):

επαγγελματίας
ελεύθερος επαγγελματίας
Freiberufler(in) m (f)

2. επαγγελματίας (μη ερασιτέχνης):

επαγγελματίας
είναι επαγγελματίας αθλητής/μουσικός

3. επαγγελματίας (που κατέχει κάτι σαν επάγγελμα):

είναι επαγγελματίας ψεύτης

Expressions couramment utilisées avec επαγγελματίας

ελεύθερος επαγγελματίας
επαγγελματίας πολιτικός
επαγγελματίας δικαστής
είναι επαγγελματίας αθλητής/μουσικός
είναι επαγγελματίας ψεύτης

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский