grec » allemand

Traductions de „υποψήφιος“ dans le dictionnaire grec » allemand (Aller à allemand » grec)

I . υποψήφι|ος <-α, -ο> [ipɔˈpsifi|ɔs, -a] ADJ

1. υποψήφιος (για θέση ή αξίωμα):

υποψήφιος

2. υποψήφιος (δυνητικός):

υποψήφιος
υποψήφιος πελάτης

II . υποψήφι|ος <-α, -ο> [ipɔˈpsifi|ɔs, -a] SUBST m/f

1. υποψήφιος (για θέση ή αξίωμα):

υποψήφιος
Kandidat(in) m (f)

2. υποψήφιος (που υπέβαλε αίτηση):

υποψήφιος
Bewerber(in) m (f)

Expressions couramment utilisées avec υποψήφιος

υποψήφιος πελάτης
υποψήφιος διδάκτορας

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский