grec » allemand

αναπηδ|ώ <-άς, -ησα> [anapiˈðɔ] VERB intr

1. αναπηδώ (άνθρωπος, μπάλα):

2. αναπηδώ (αίμα):

I . αν|απαύω <-άπαυσα [ή -έπαυσα], -απαύτηκα, -απαυμένος> [anaˈpavɔ] VERB trans (κορμί, μυαλό)

II . αναπαύομαι VERB pron

2. αναπαύομαι (κοιμάμαι λίγο):

I . αναπν|έω <-ευσα> [anaˈpnɛɔ] VERB intr

1. αναπνέω (εισπνέω και εκπνέω):

2. αναπνέω (αισθάνομαι ανακούφιση):

II . αναπν|έω <-ευσα> [anaˈpnɛɔ] VERB trans (εισπνέω)

αναπολ|ώ <-είς, -ησα> [anapɔˈlɔ] VERB trans

αναιρ|ώ <-είς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [anɛˈrɔ] VERB trans

1. αναιρώ (ισχυρισμό):

2. αναιρώ (το λόγο μου):

3. αναιρώ JUR (απόφαση):

4. αναιρώ JUR (σκοτώνω απρομελέτητα):

ανάνηψ|η <-εις> [aˈnanipsi] SUBST f MÉD

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский