grec » allemand

Traductions de „εξοπλισμός“ dans le dictionnaire grec » allemand (Aller à allemand » grec)

εξοπλισμός [ɛksɔplizˈmɔs] SUBST m

1. εξοπλισμός (εφοδιασμός με όπλα):

εξοπλισμός
εξοπλισμός

2. εξοπλισμός fig (με μηχανήματα):

εξοπλισμός
βιομηχανικός εξοπλισμός
γεωργικός εξοπλισμός
γεωργικός εξοπλισμός (μηχανήματα)
Landmaschinen f plur

3. εξοπλισμός fig (με μηχανήματα, έπιπλα και άλλα):

εξοπλισμός
εξοπλισμός γραφείου
εξοπλισμός μπάνιου

4. εξοπλισμός (αξεσουάρ):

προαιρετικός εξοπλισμός
Zubehör nt sing

5. εξοπλισμός (κατάρτιση στρατιωτικών δυνάμεων):

εξοπλισμός

6. εξοπλισμός (αύξηση στρατιωτικών δυνάμεων):

εξοπλισμός

Expressions couramment utilisées avec εξοπλισμός

εξοπλισμός m κατασκήνωσης
γεωργικός εξοπλισμός
εξοπλισμός γραφείου
εξοπλισμός μπάνιου
προαιρετικός εξοπλισμός
Zubehör nt sing
βιομηχανικός εξοπλισμός
εργοστασιακός εξοπλισμός
εργαστηριακός εξοπλισμός

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский