grec » allemand

άφταστ|ος <-η, -ο> [ˈaftastɔs] ADJ

1. άφταστος (όπου δεν έφτασε κανείς):

άφταστος

2. άφταστος (αδύνατο να το φτάσεις):

άφταστος

3. άφταστος fig (αξεπέραστος, ασυναγώνιστος):

άφταστος σε

άφθαστ|ος [ˈafθastɔs], άφταστ|ος [ˈaftastɔs] <-η, -ο> ADJ (στόχος, ικανότητα κάποιου)

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский