grec » allemand

απότομος <-η, -ο> [aˈpɔtɔmɔs] ADJ

1. απότομος (ξαφνικός):

απότομος

2. απότομος (κατηφορικός, απόκρημνος):

απότομος

3. απότομος (τραχύς: συμπεριφορά, τρόπος):

απότομος

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский