grec » allemand

γραμματοσυλλέκτης1 (γραμματοσυλλέκτρια) [ɣramatɔsiˈlɛktis, ɣramatɔsiˈlɛktria] SUBST m/f (f) (ταχυδρόμος)

γραμματοσυλλέκτης (γραμματοσυλλέκτρια)

γραμματοσειρά [ɣramatɔsiˈra] SUBST f INFOR

γραμματοκιβώτιο [ɣramatɔciˈvɔtiɔ] SUBST nt

γραμματοσήμανσ|η <-εις> [ɣramatɔˈsimansi] SUBST f

γραμματεία [ɣramaˈtia] SUBST f

1. γραμματεία (γραφείο):

2. γραμματεία (λογοτεχνία):

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский