grec » allemand

διαταραχή [ðiataraˈçi] SUBST f PSYCHO

διαταραχή SUBST

Entrée d'utilisateur
διπολική διαταραχή f PSYCHO
διπολική διαταραχή f PSYCHO

Expressions couramment utilisées avec διαταραχή

διαταραχή άγχους, αγχώδης διαταραχή PSYCHO
διαταραχή f διαγωγής PSYCHO
διαταραχή f πανικού PSYCHO
ψυχωτική διαταραχή
διαταραχή προσωπικότητας
στυτική διαταραχή
αιμορραγική διαταραχή
κυκλοφορική διαταραχή
διαταραχή πανικού
αγχώδης διαταραχή PSYCHO
διαταραχή εμμήνου ρύσεως
διαταραχή (της) συγκέντρωσης
έχω διαταραχή άγχους
διαταραχή νυχτερινού ύπνου

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский