grec » allemand

πρότασ|η <-εις> [ˈprɔtasi] SUBST f

1. πρόταση (υποβολή γνώμης, ιδέας):

πρόταση
κάνω μια πρόταση
εναλλακτική πρόταση

2. πρόταση (αίτηση):

πρόταση
Antrag m
πρόταση γάμου
πρόταση δυσπιστίας/μομφής POL

3. πρόταση LING:

πρόταση
Satz m
αρνητική πρόταση
κύρια πρόταση
δευτερεύουσα πρόταση
ερωτηματική πρόταση

4. πρόταση MATH:

πρόταση
χρονική πρόταση f LING
υποθετική πρόταση f LING
υποθετική πρόταση f LING

Expressions couramment utilisées avec πρόταση

πρόταση f μομφής POL
πρόταση f δυσπιστίας POL
πρόταση f γάμου
πρόταση γάμου
εναλλακτική πρόταση
αρνητική πρόταση
κύρια πρόταση
ερωτηματική πρόταση
καταφατική πρόταση LING
αιτιολογική πρόταση
τελική πρόταση
αναφορική πρόταση
ενδοτική πρόταση

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский