grec » allemand

I . επιθετικ|ός1 <-ή, -ό> [ɛpiθɛtiˈkɔs] ADJ

1. επιθετικός (που χρησιμεύει για επίθεση) SPORT:

Angriffs-

II . επιθετικ|ός1 <-ή, -ό> [ɛpiθɛtiˈkɔs]

1. επιθετικός (στο ποδόσφαιρο):

Stürmer(in) m (f)

2. επιθετικός SPORT (γενικότερα):

Angreifer(in) m (f)

επιθεωρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpiθɛɔˈrɔ] VERB trans

επιθεωρητής (επιθεωρήτρια) [ɛpiθɛɔriˈtis, ɛpiθɛɔˈritria] SUBST m/f (f)

επιθανάτι|ος <-α, -ο> [ɛpiθaˈnatiɔs] ADJ

επιθεώρησ|η <-εις> [ɛpiθɛˈɔrisi] SUBST f

1. επιθεώρηση (εγκαταστάσεων κτλ, υπηρεσία):

2. επιθεώρηση THÉÂTRE:

Revue f

3. επιθεώρηση (περιοδικό):

Magazin nt

επιθετικογεν|ής <-ής, -ές> [ɛpiθɛtikɔjɛˈnis] ADJ SPORT

επιθυμητ|ός <-ή, -ό> [ɛpiθimiˈtɔs] ADJ

1. επιθυμητός (επισκέπτης):

2. επιθυμητός (αποτέλεσμα, συμπεριφορά):

3. επιθυμητός (γυναίκα, άντρας):

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский