grec » allemand

Traductions de „αποκλειστική“ dans le dictionnaire grec » allemand (Aller à allemand » grec)

αποκλειστική [apɔklistiˈci] SUBST f (νοσοκόμα)

αποκλειστική
αποκλειστική

Expressions couramment utilisées avec αποκλειστική

αποκλειστική κυριότητα
αποκλειστική διανομή
αποκλειστική πώληση
αποκλειστική ιδιοκτησία
αποκλειστική διάθεση
αποκλειστική αγορά ÉCON
αποκλειστική άδεια
αποκλειστική αντιπροσωπία
αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης ÉCON

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский