grec » allemand

Traductions de „ασφάλιση“ dans le dictionnaire grec » allemand (Aller à allemand » grec)

ασφάλισ|η <-εις> [asˈfalisi] SUBST f

1. ασφάλιση (εξασφάλιση, κατοχύρωση):

ασφάλιση

2. ασφάλιση (ασφαλιστική σύμβαση):

ασφάλιση
ασφάλιση με αμοιβαιότητα
αναδρομική ασφάλιση
ασφάλιση αναπηρίας
ασφάλιση ανεργίας
ασφάλιση αποσκευών
ασφάλιση ατυχημάτων
ασφάλιση αυτοκινήτων
ελλιπής ασφάλιση
ασφάλιση ζωής
ιδιωτική ασφάλιση
ασφάλιση κατά της κλοπής
ασφάλιση κτιρίου
ασφάλιση μεταφορών
ναυτική ασφάλιση
ομαδική ασφάλιση
ασφάλιση πραγμάτων
προαιρετική ασφάλιση
ασφάλιση προσώπων
ασφάλιση πυρός
ασφάλιση σύνταξης
ασφάλιση ταξιδιού
ασφάλιση υγείας
ασφάλιση (των) υπαλλήλων
κοινωνική ασφάλιση
υποχρεωτική ασφάλιση

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский