grec » allemand

πυρετός [pirɛˈtɔs] SUBST m και fig

πυρετός
Fieber nt
αφθώδης πυρετός
Maul- und Klauenseuche f
εκτικός πυρετός
επιλόχειος πυρετός
κίτρινος πυρετός
μελιταίος πυρετός
ρευματικός πυρετός
πυρετός εκ χόρτου
πυρετός του χρυσού
πυρετός Q

Expressions couramment utilisées avec πυρετός

επιλόχειος πυρετός
μελιταίος πυρετός
αφρώδης πυρετός MÉD
αφθώδης πυρετός
ρευματικός πυρετός
εκτικός πυρετός
κίτρινος πυρετός
πυρετός Q
μου ήρθε πυρετός
πυρετός εκ χόρτου
πυρετός του χρυσού

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский