grec » allemand

χρηματομεσίτης (χρηματομεσίτρ(ι)α) [xrimatɔmɛˈsitis, xrimatɔmɛˈsitr(i)a] SUBST m/f (f)

1. χρηματομεσίτης (που προμηθεύει δάνεια):

χρηματομεσίτης (χρηματομεσίτρ(ι)α)

2. χρηματομεσίτης (χρηματιστηρίου):

χρηματομεσίτης (χρηματομεσίτρ(ι)α)
Börsenmakler(in) m (f)

κτηματομεσίτης (κτηματομεσίτρια) [ktimatɔmɛˈsitis, ktimatɔmɛˈsitria] SUBST m/f (f)

χρηματοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [xrimatɔðɔˈtɔ] VERB trans

χρηματοκιβώτιο [xrimatɔciˈvɔtiɔ] SUBST nt

χρηματοδότης (χρηματοδότρια) [xrimatɔˈðɔtis, xrimatɔˈðɔtria] SUBST m/f (f)

χρηματοδότησ|η <-εις> [xrimatɔˈðɔtisi] SUBST f

χρηματί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [xrimaˈtizɔmɛ] VERB pron

βηματόμετρο [vimaˈtɔmɛtrɔ] SUBST nt

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский