grec » allemand

Traductions de „ένταση“ dans le dictionnaire grec » allemand (Aller à allemand » grec)

έντασ|η <-εις> [ˈɛndasi] SUBST f

1. ένταση (μεταξύ σχέσεων, στην ατμόσφαιρα) POL:

ένταση

2. ένταση (συναισθηματική φόρτιση):

ένταση
ψυχική ένταση
είμαι σε ένταση

3. ένταση (ισχυρότητα: ανέμου, πυρετού, αισθήματος):

ένταση
ένταση κεφαλαίου ÉCON
ένταση μισθών COMPT
ένταση παραγωγής ÉCON
ένταση φωτός

4. ένταση (μεγαφώνου, ήχου):

ένταση
ένταση ήχου (η ένταση)
ένταση ήχου (ο ρυθμιστής)

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский