grec » allemand

έντον|ος <-η, -ο> [ˈɛndɔnɔs] ADJ

1. έντονος (αντίθεση, αποστροφή, επίδραση, ενδιαφέρον):

2. έντονος (χρώμα):

εντομή [ɛndɔˈmi] SUBST f

έντοκ|ος <-η, -ο> [ˈɛndɔkɔs] ADJ

εν|τείνω <-έτεινα [ή -τεινα], -τάθηκα, -τεταμένος> [ɛnˈdinɔ] VERB trans

1. εντείνω (τεντώνω):

2. εντείνω (αυξάνω):

εντομοκτόνο [ɛndɔmɔˈktɔnɔ] SUBST nt

έντυπο [ˈɛndipɔ] SUBST nt

1. έντυπο (για συμπλήρωμα):

2. έντυπο (ταχυδρομικό):

3. έντυπο (διαφημιστικό φυλλάδιο):

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский