grec » allemand

βίσονος [ˈvisɔnɔs] SUBST m

μασόνος [maˈsɔnɔs] SUBST m

άγον|ος <-η, -ο> [ˈaɣɔnɔs] ADJ

άπον|ος <-η, -ο> [ˈapɔnɔs] ADJ

1. άπονος (ανώδυνος):

2. άπονος (σκληρόκαρδος):

άτον|ος <-η, -ο> [ˈatɔnɔs] ADJ

1. άτονος (διάθεση, φωνή):

2. άτονος LING (συλλαβή):

άφθον|ος <-η, -ο> [ˈafθɔnɔs] ADJ

1. άφθονος (πολύς, υπεραρκετός):

2. άφθονος (ειδικά βλάστηση):

έμμον|ος <-η, -ο> [ˈɛmɔnɔs] ADJ (σταθερός)

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский