grec » allemand

εξομολογητικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔmɔlɔjitiˈkɔs] ADJ

μολυντικ|ός <-ή, -ό> [mɔlindiˈkɔs] ADJ

1. μολυντικός (που ρυπαίνει):

Verschmutzungs-

2. μολυντικός MÉD:

Infektions-

εξοπλιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔplistiˈkɔs] ADJ

εξομαλύ|νω <-να, -νθηκα, -σμένος> [ɛksɔmaˈlinɔ] VERB trans

1. εξομαλύνω (επιφάνεια):

3. εξομαλύνω (κατάσταση, σχέσεις):

4. εξομαλύνω (διαταραγμένη υπόθεση):

5. εξομαλύνω (διαφορές):

εξομάλυνσ|η <-εις> [ɛksɔˈmalinsi] SUBST f

1. εξομάλυνση (επιφάνειας):

2. εξομάλυνση (δρόμου):

Ebnen nt

3. εξομάλυνση (κατάστασης, σχέσεων):

4. εξομάλυνση (υπόθεσης):

καλλυντικ|ός <-ή, -ό> [kalindiˈkɔs] ADJ

εξοντωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔndɔtiˈkɔs] ADJ και fig (κριτική)

εξοργιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔrjistiˈkɔs] ADJ

εξονυχιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔniçistiˈkɔs] ADJ

εξουθενωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛksuθɛnɔtiˈkɔs] ADJ

1. εξουθενωτικός (κουραστικός):

2. εξουθενωτικός (ταπεινωτικός):

εξουσιαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksusiastiˈkɔs] ADJ

1. εξουσιαστικός:

Macht-

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский