grec » allemand

χειροποίητ|ος <-η, -ο> [çirɔˈpiitɔs] ADJ

αχειροποίητ|ος <-η, -ο> [açirɔˈpiitɔs] ADJ

χειροπέδη [çirɔˈpɛði] SUBST f

χειροπιαστ|ός <-ή, -ό> [çirɔpçasˈtɔs] ADJ

1. χειροπιαστός (αισθητός):

2. χειροπιαστός (ολοφάνερος):

χειροπρίονο [çirɔˈpriɔnɔ] SUBST nt (με λάμα χωρίς πλαίσιο)

χειροπρακτική [çirɔpraktiˈci] SUBST f

χειροπόδαρα [çirɔˈpɔðara] ADV

χειρονομ|ώ <-είς, -ησα> [çirɔnɔˈmɔ] VERB intr

χειροτον|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [çirɔtɔˈnɔ] VERB trans

1. χειροτονώ RÉLIG:

2. χειροτονώ fam (δέρνω):

χειροδικ|ώ <-είς, -ησα> [çirɔðiˈkɔ] VERB intr

I . χειροκροτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [çirɔkrɔˈtɔ] VERB trans

1. χειροκροτώ (κάποιον):

2. χειροκροτώ (κάποιον, κάτι):

II . χειροκροτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [çirɔkrɔˈtɔ] VERB intr

χειρούργος [çiˈrurɣɔs] SUBST mf

χειροδικία [çirɔðiˈcia] SUBST f

χειροτονία [çirɔtɔˈnia] SUBST f

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский