grec » allemand

ακριβ|ής <-ής, -ές> [akriˈvis] ADJ

1. ακριβής (με ακρίβεια: οδηγίες):

3. ακριβής (άνθρωπος: στην ώρα του):

ακριβ|ός <-ή, -ό> [akriˈvɔs] ADJ ADJ και fig (αγαπητός)

ακριν|ός <-ή, -ό> [akriˈnɔs] ADJ

ακρίδα [aˈkriða] SUBST f

ακρισία [akriˈsia] SUBST f

ακρίτας [aˈkritas] SUBST m

άκριτ|ος <-η, -ο> [ˈakritɔs] ADJ

I . ακραί|ος <-α, -ο> [aˈkrɛɔs] ADJ

1. ακραίος (που βρίσκεται στα άκρα):

Rand-
Randbezirke m plur

II . ακραί|ος <-α, -ο> [aˈkrɛɔs] SUBST m/f SPORT (στο βόλεϊ)

ακρατ|ής <-ής, -ές> [akraˈtis] ADJ

1. ακρατής (αχαλίνωτος, άσωτος):

2. ακρατής MÉD:

παράδες [paˈraðɛs] SUBST m plur

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский