grec » allemand

εξομάλυνσ|η <-εις> [ɛksɔˈmalinsi] SUBST f

1. εξομάλυνση (επιφάνειας):

2. εξομάλυνση (δρόμου):

Ebnen nt

3. εξομάλυνση (κατάστασης, σχέσεων):

4. εξομάλυνση (υπόθεσης):

εξομαλύ|νω <-να, -νθηκα, -σμένος> [ɛksɔmaˈlinɔ] VERB trans

1. εξομαλύνω (επιφάνεια):

3. εξομαλύνω (κατάσταση, σχέσεις):

4. εξομαλύνω (διαταραγμένη υπόθεση):

5. εξομαλύνω (διαφορές):

εξομοίωσ|η <-εις> [ɛksɔˈmiɔsi] SUBST f

εξομολόγησ|η <-εις> [ɛksɔmɔˈlɔjisi] SUBST f

2. εξομολόγηση RÉLIG:

σεξομαν|ής <-ής, -ές> [sɛksɔmaˈnis] ADJ

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский