grec » allemand

κοινωνικ|ός <-ή, -ό> [cinɔniˈkɔs] ADJ

1. κοινωνικός (της κοινωνίας: μεταβολές κτλ):

κοινωνικός
gesellschaftlich, Gesellschafts-

3. κοινωνικός (που του αρέσουν οι επαφές):

κοινωνικός

Expressions couramment utilisées avec κοινωνικός

κοινωνικός αποκλεισμός
κοινωνικός δαρβινισμός
κοινωνικός θεσμός
κοινωνικός δείκτης
κοινωνικός διάλογος UE
κοινωνικός έλεγχος
κοινωνικός λειτουργός
κοινωνικός χάρτης UE
κοινωνικός ρόλος

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский