grec » allemand

παρουσιαστής [parusiasˈtis] SUBST m TV

I . παρουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [parusiˈazɔ] VERB trans

1. παρουσιάζω (έγγραφο):

3. παρουσιάζω (επιδείχνω: νέο έργο, μόδα):

4. παρουσιάζω (συστήνω):

5. παρουσιάζω (εκθέτω: έργα τέχνης):

7. παρουσιάζω TV:

II . παρουσιάζομαι VERB pron

1. παρουσιάζομαι (εμφανίζομαι: φαινόμενο, αρρώστια, προβλήματα):

2. παρουσιάζομαι (παραβρίσκομαι):

παρουσιάσιμ|ος <-η, -ο> [parusiˈasimɔs] ADJ

παρουσιαστικό [parusiastiˈkɔ] SUBST nt

παρουσιάστρια [parusiˈastria] SUBST f TV

αυτοπαρουσιά|ζομαι <-στηκα> [aftɔparusiˈazɔmɛ] VERB pron

παρουσία [paruˈsia] SUBST f

1. παρουσία (το να είναι κανείς παρών):

2. παρουσία (εμφάνιση):

3. παρουσία TV:

παρουσίασ|η <-εις> [paruˈsiasi] SUBST f

1. παρουσίαση (επίδειξη):

2. παρουσίαση (σύσταση):

μεσάζοντας (μεσάζουσα) [mɛˈsazɔndas, mɛˈsazusa] SUBST m/f (f)

ορίζοντας [ɔˈrizɔndas] SUBST m

ραδιοορίζοντας [raðiɔɔˈrizɔndas] SUBST m

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский