grec » allemand

αισθητ|ός <-ή, -ό> [ɛsθiˈtɔs] ADJ

1. αισθητός (αντιληπτός):

2. αισθητός (μη ελάχιστος: διαφορά):

3. αισθητός (που χτυπάει στο μάτι):

αισθητική [ɛsθitiˈci] SUBST f

1. αισθητική (αντίληψη ως προς το ωραίο) PHILOS:

2. αισθητική (περιποίηση προσώπου και σώματος):

αισθησιακ|ός <-ή, -ό> [ɛsθisiaˈkɔs] ADJ

αισθησιασμός [ɛsθisiazˈmɔs] SUBST m

αισθητήριο [ɛsθiˈtiriɔ] SUBST nt

I . αισθητικ|ός <-ή, -ό> [ɛsθitiˈkɔs] ADJ

II . αισθητικ|ός [ɛsθitiˈkɔs] SUBST mf (επάγγελμα)

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский