grec » allemand

I . μετ|αβάλλω <-έβαλα, -αβλήθηκα, -αβλημένος> [mɛtaˈvalɔ] VERB trans

1. μεταβάλλω (αλλάζω):

2. μεταβάλλω (μεταμορφώνω):

verwandeln in +acc

II . μεταβάλλομαι VERB pron

1. μεταβάλλομαι (αλλάζω):

2. μεταβάλλομαι (ειδικά καιρός):

3. μεταβάλλομαι (μεταμορφώνομαι):

μεταλλείο [mɛtaˈliɔ] SUBST nt

μεταβλητ|ός <-ή, -ό> [mɛtavliˈtɔs] ADJ

μεταβ|αίνω <-ηκα> [mɛtaˈvɛnɔ] VERB intr

1. μεταβαίνω (πηγαίνω):

2. μεταβαίνω (σε άλλο θέμα):

μεταβατικ|ός <-ή, -ό> [mɛtavatiˈkɔs] ADJ

2. μεταβατικός LING (ρήμα):

μεταβολή [mɛtavɔˈli] SUBST f

2. μεταβολή (γύρισμα γύρω από τον εαυτό μου):

μεταβλάστησ|η <-εις> [mɛtaˈvlastisi] SUBST f GÉOL

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский