grec » allemand

αντηλιακό [andiliaˈkɔ] SUBST nt

1. αντηλιακό (κρέμα ή γαλάκτωμα):

2. αντηλιακό (κρέμα):

3. αντηλιακό (γαλάκτωμα):

αντηλιακ|ός <-ή, -ό> [andiliaˈkɔs] ADJ

Sonnenschutz-

αντιζηλία [andiziˈlia] SUBST f

αντιδικ|ώ <-είς, -ησα> [andiðiˈkɔ] VERB intr

1. αντιδικώ (φιλονικώ):

2. αντιδικώ JUR:

αντιλαλ|ώ <-είς, -ησα> [andilaˈlɔ] VERB intr

αντιλόπη [andiˈlɔpi] SUBST f

αντιστασιακ|ός <-ή, -ό> [andistasiaˈkɔs] ADJ

αντιμονοπωλιακ|ός <-ή, -ό> [andimɔnɔpɔliaˈkɔs] ADJ

αντιδιάκρισ|η <-εις> [andiðiˈakrisi] SUBST f

αντίληψ|η <-εις> [anˈdilipsi] SUBST f

2. αντίληψη (ικανότητα να καταλαβαίνει κανείς):

3. αντίληψη (άποψη, πεποίθηση):

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский