grec » allemand

λέπρα [ˈlɛpra] SUBST f

άσπρη [ˈaspri] SUBST f

1. άσπρη fam (ναρκωτικό):

Schnee m

2. άσπρη (ειδικά κοκαΐνη):

Schnee m
Koks m

λεπίδα [lɛˈpiða] SUBST f

λεπτ|ός <-ή, -ό> [lɛpˈtɔs] ADJ

1. λεπτός (και άνθρωπος):

2. λεπτός (γούστο, πράγμα: λεπτοκαμωμένος):

3. λεπτός (ευαίσθητος):

5. λεπτός (ευγενικός, αβρός):

6. λεπτός (οξύς: φωνή, ήχος):

7. λεπτός (ακοή, όραση):

8. λεπτός (ζήτημα, θέμα):

λεπιώδ|ης <-ης, -ες> [lɛpiˈɔðis] ADJ

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский