grec » allemand

συγκριτικ|ός <-ή, -ό> [siŋgritiˈkɔs] ADJ

συγκριτικά [siŋgritiˈka] ADV

συγκριματικ|ός <-ή, -ό> [siŋgrimatiˈkɔs] ADJ

I . συγκλητικ|ός <-ή, -ό> [siŋglitiˈkɔs] ADJ

II . συγκλητικ|ός [siŋglitiˈkɔs] SUBST m

συγκινητικ|ός <-ή, -ό> [siɲɟinitiˈkɔs] ADJ

1. συγκινητικός (για κάτι το ευχάριστο):

2. συγκινητικός (για κάτι το λυπηρό):

συγκρότησ|η <-εις> [siŋˈgrɔtisi] SUBST f (σχηματισμός)

I . συγκρατ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siŋgraˈtɔ] VERB trans

1. συγκρατώ (σταματώ, αναχαιτίζω):

2. συγκρατώ (υποβαστάζω):

3. συγκρατώ (ώστε να μη διαλυθεί κάτι):

4. συγκρατώ (γέλιο, πάθη, δάκρυα):

5. συγκρατώ (στη μνήμη):

II . συγκρατιέμαι VERB pron

συγκροτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siŋgrɔˈtɔ] VERB trans

συγκρότημα [siŋˈgrɔtima] SUBST nt

2. συγκρότημα (κτισμάτων):

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский