grec » allemand

νύφη [ˈnifi] SUBST f

1. νύφη (σε γάμο):

Braut f

2. νύφη (σύζυγος του αδερφού):

3. νύφη (σύζυγος του γιου):

κήλη [ˈcili] SUBST f

κόρη [ˈkɔri] SUBST f

1. κόρη (σε σχέση με τους γονείς):

2. κόρη (κορίτσι):

κόχη [ˈkɔçi] SUBST f

1. κόχη (ματιού):

2. κόχη (σε τοίχο):

Nische f

3. κόχη (μαχαιριού):

κόμη [ˈkɔmi] SUBST f

1. κόμη (μαλλιά):

Haar nt

2. κόμη:

κόμη ASTRON, ELEC
Koma f

3. κόμη (φύλλωμα δέντρου):

κόψ|η <-εις> [ˈkɔpsi] SUBST f

1. κόψη (μαχαιριού, σπαθιού):

2. κόψη (κοπή, κόψιμο: σε σχέδιο, ρούχου):

κώφωση [ˈkɔfɔsi] SUBST f nur sing

I . καφέ [kaˈfɛ] ADJ inv

II . καφέ [kaˈfɛ] SUBST nt (καφενείο γαλλικού τύπου)

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский