grec » allemand

εξαγορά [ɛksaɣɔˈra] SUBST f

1. εξαγορά (κρατουμένου):

2. εξαγορά (κατάθεσης μάρτυρα):

3. εξαγορά (δωροδοκία):

I . εξαρτ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksarˈtɔ] VERB trans

I . εξασκ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksasˈkɔ] VERB trans

2. εξασκώ (επάγγελμα, επιρροή, πίεση):

3. εξασκώ (βία):

I . εξαιρ|ώ <-είς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [ɛksɛˈrɔ] VERB trans

1. εξαιρώ (θεωρώ εξαιρετέο, δε συμπεριλαμβάνω):

2. εξαιρώ (από καθήκον):

II . εξαιρούμαι VERB pron

Voulez-vous ajouter des mots, des phrases ou des traductions ?

Proposez de créer une nouvelle entrée pour un mot.

Page en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский